- περίσχεσις
- (-εως) η воен, окружение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περίσχεσιν — περίσχεσις surrounding fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίσχεση — η / περίσχεσις, έσεως, ΝΑ [περιέχω] νεοελλ. 1. περιορισμός τής επέκτασης ή τής κίνησης κάποιου από όλες τις πλευρές 2. στρ. παρεμπόδιση τού αντιπάλου να έλθει σε επικοινωνία με φιλικά στρατεύματα ώστε να αποκλειστεί μέσα σε φρούριο ή άλλο μέρος,… … Dictionary of Greek
περισχέσεως — περισχέσεω̆ς , περίσχεσις surrounding fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)